μαγνήσιο

μαγνήσιο
magnésium

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — το ελαφρύ μέταλλο, στιλπνό και λευκό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγνησία ή στο μαγνήσιο 2. αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που αναφέρεται στο μαγνήσιο μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής] …   Dictionary of Greek

  • δολομιτίωση — Η μετατροπή ενός ασβεστολιθικού κυρίως πετρώματος σε δολομίτη. H δ. μπορεί να συντελεστεί με τρεις τρόπους: με αντικατάσταση του ανθρακικού ασβεστίου από ανθρακικό μαγνήσιο (μετασωμάτωση), που είναι και ο πιο συνηθισμένος τρόπος· με εμπλουτισμό… …   Dictionary of Greek

  • πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησιούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήσιο + οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αν. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • σίμα — (I) η, Ν αρχ. βλ. σίμη. (II) το, Ν γεωλ. ονομασία που δόθηκε από τον Αυστριακό γεωλόγο Ε. Σουές το 1909 στο εσωτερικό, κάτω από το σιάλ, στρώμα τού στερεού φλοιού τής Γης, τα πετρώματα τού οποίου αποτελούνται κυρίως από πυρίτιο και μαγνήσιο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”